- προφορά
- η, ΝΜΑ [προφέρω]ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ' αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι παραλλαγή», Μέγ. Βασ.γ. «λέξις καὶ προφορά», Πλούτ.)μσν.ορισμός, διατύπωσημσν.-αρχ.1. άνετη ροή τού λόγου, ευγλωττία («ἀπατᾱν τῇ τοῡ λόγου προφορᾷ καὶ ἑτοιμολογία», Επιφάν.)2. έκφραση, διατύπωση («οὐ κατὰ τὴν προφορὰν ἀλλὰ κατὰ τὸ τῆς νοήσεως ἐπιτεταμένον», Ωριγ.)αρχ.1. πομπή2. το πρόσθιο μέρος πολιορκητικού κριού3. δημόσια μομφή, επιτίμηση4. δικαστική απόφαση5. φρ. «ὁ κατὰ προφορὰν λόγος» ή «ὁ ἐν προφορᾷ λόγος» — ο προφορικός λόγος.
Dictionary of Greek. 2013.